- κόριος
- κόριςbugmasc gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
κοριός — ο βλ. κορέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
корь — I I. (род. п. и) – название детской болезни, корявый, укр. кiр, род. п. кору, польск. kurу (мн.) из *kory, также chor (вероятно, под влиянием польск. сhоrу больной ; см. хворый), также русск. диал. хорь, олонецк. (Кулик.). Название объясняется… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
КИР — • Суrus, Κυ̃ρος, по древнеперсидски Хуруж, по еврейски Кореш, т. е. солнце (Plut. Alex. 1). Так назывался: 1. старший, основатель Персидской монархии. Из различных преданий о происхождении К. Геродот (1, 95) рассказывает то,… … Реальный словарь классических древностей
CORUS — I. CORUS Arabiae fluv. magnus in mare Rubrum influens Herodot. Graece Κόρος vel Κόριος, amnis Persicus, in Carmania Salmasio, qui in Persicum sinum sese exonerat: alius a Cyro, contra quam Strabo sentit. Vide Salmas. ad Solin. p. 702. et 703. II … Hofmann J. Lexicon universale
άκαρι — ( εως), το (Α ἀκαρί, τό) νεοελλ. κάθε μέλος τής υφομοταξίας Ακάρεα* αρχ. είδος τής υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός».… … Dictionary of Greek
κορέος — ο βλ. κοριός … Dictionary of Greek
κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… … Dictionary of Greek
κοριάζω — (I) [κόρα] (για σπυρί ή τραύμα) κάνω πέτσα, σχηματίζω εσχάρα, κρούστα, κόρα. (II) [κοριός] γεμίζω κοριούς … Dictionary of Greek